αμάντρωτος

αμάντρωτος
και αμάνδρωτος, -η, -ο [μαντρώνω]
1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος
2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*.
3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν υποβάλλεται σε αναγκαστικούς περιορισμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ατριγύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν τον τριγύρισε κανείς ή που δεν είναι δυνατόν να τον τριγυρίσει 2. περιοχή ή πόλη της οποίας δεν επισκέφθηκε κανείς όλα τα μέρη 3. απερίφρακτος, αμάντρωτος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν περιστοιχίζεται από κόλακες ή αυλικούς …   Dictionary of Greek

  • άφραχτος — η, ο ξέφραγος, αμάντρωτος: Είχαν το περιβόλι ακόμη άφραχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάνι — το (λ. τουρκ.) 1. ανοιχτός χώρος αμάντρωτος (όπου συνήθως μαζεύονται αλητόπαιδα): Κοντά στο σπίτι τους βρισκόταν ένα μεγάλο αλάνι. 2. το αλητόπαιδο, ο αλανιάρης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάντριστος — αμάντριστος, η, ο και αμάντρωτος, η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε στο μαντρί: Τα είχαν ακόμη αμάντριστα τα γίδια. 2. αυτός που δε φράχτηκε με μάντρα: Άφησαν το περιβόλι αμάντρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απερίφραχτος — η, ο αυτός που δεν είναι περιφραγμένος, αμάντρωτος: Είχαν αφήσει το περιβόλι απερίφραχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απεριτοίχιστος — η, ο αυτός που δεν περιβλήθηκε με τοίχο, αμάντρωτος: Το κτήμα αυτό δεν έπρεπε να μείνει πια απεριτοίχιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”