- αμάντρωτος
- και αμάνδρωτος, -η, -ο [μαντρώνω]1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*.3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν υποβάλλεται σε αναγκαστικούς περιορισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.